Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Ας βρέξει...

Ας βρέξει επιτέλους… Τόσο καιρό περιμένω…

Αν γράψω κάτι θα είναι πραγματικά βαρύ. Καλύτερα να σας απαλλάξω από τη θλίψη μου……….. Αν καταφέρω να βρω έστω ένα παιχνίδι ή κάτι τέτοιο…..

……………………………………………………………..

Λοιπόν βρήκα! (Δεν είναι ψέμα! Πέρασαν 5-6 λεπτά για να καταφέρω να βρω…) Αν και δεν είναι πολύ διασκεδαστικό και άμεσο.

Τέλοσπαντων. Πάντα ήθελα να φτιάξω ένα διαδραστικό βιβλίο (ας το πούμε έτσι). Δηλαδή να δώσω ένα έναυσμα για να παρατηρήσω την γραφή των άλλων σχετικά με κάποιο θέμα. Η γραφή και ιδιαίτερα η λογοτεχνική πιστεύω πως δείχνει πολύ έντονα τη μοναδικότητα της προσωπικότητας μας. Ποτέ δεν το έκανα όμως τελικά (τουλάχιστον ως τώρα) γιατί πιστεύω ότι οι περισσότεροι δεν θα έβρισκαν νόημα σε κάτι τέτοιο κι έτσι η πρόταση μου θα έμενε χωρίς αντίκρισμα. Δεν κρύβω ότι φοβάμαι ακριβώς το ίδιο και τώρα. Αλλά κάνω μια αρχή κι αν βρεθεί αντίκρισμα θα ακολουθήσουν κάποιες άλλες προτάσεις αργότερα.

Αν υπάρχει όρεξη λοιπόν θα ανταποκριθείτε. Κι επειδή η όρεξη για να γράψεις είναι ένα αλλόκοτο πράγμα που ποτέ δεν έρχεται όταν το θέλεις (όπως λέει και το τραγούδι) γι’ αυτό θα περιμένω απαντήσεις ακόμη και μετά από μέρες σε αυτό το post. Κι ας δημοσιευτούν νεότερα posts.

Δεν πρόκειται για διαγωνισμό – ούτε για ανεύρεση ταλέντων (αν και… γιατί όχι; :-ρ )

Απλά προσπάθησε να απολαύσεις το ταξίδι που σου χαρίζει η γραφή αλλά και η ανάγνωση των υπολοίπων.


Αλλά έναυσμα ακόμη δεν έδωσα. Το έναυσμα ας είναι μια παράγραφος. Η αρχή ας πούμε:

«Κρύωνε... Το τζάκι ήταν “στεγνό” από φωτιά όπως και η καρδιά της από θέρμη. Το σπίτι τόσο παγωμένο όσο και το κενό στο μυαλό της. Ενώ το κρύο πιρούνιαζε τα οστά, εκείνη έτρεμε αλλά ούτε κι η ίδια δεν ήξερε γιατί βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση. Λόγω της τσουχτερής παγωνιάς ή λόγω του ακόμη πιο ανυπόφορου κρύου μέσα της που της τσάκιζε τη ψυχή;»



Κανόνες δεν υπάρχουν. Μια καλή περίπτωση είναι να συνεχίσει κάποιος και μετά ο επόμενος κλπ. Θα χαρώ πολύ αν στείλετε.

2 σχόλια:

Rakuneta είπε...

Κρύωνε... Το τζάκι ήταν “στεγνό” από φωτιά όπως και η καρδιά της από θέρμη. Το σπίτι τόσο παγωμένο όσο και το κενό στο μυαλό της. Ενώ το κρύο πιρούνιαζε τα οστά, εκείνη έτρεμε αλλά ούτε κι η ίδια δεν ήξερε γιατί βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση. Λόγω της τσουχτερής παγωνιάς ή λόγω του ακόμη πιο ανυπόφορου κρύου μέσα της που της τσάκιζε τη ψυχή;»

Κοιτούσε το πάτωμα, σαν μουδιασμένη, ακόμα και οι σκέψεις της είχαν παγώσει. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί, πόσο πολύ της άρεσε να τρέχει ελεύθερη, στον κάμπο που ξεχυνόταν μερικά χιλιόμετρα δίπλα στο πατρικό της! Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να νιώσει τόσο ελεύθερη? Πόσο καιρό είχε να γελάσει μέσα από τα βάθη της ψυχής της, νιώθοντας την ευωδία της ευτυχίας? Αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο υπαίτιος της δικής της φυλακής. Ποιος της γκρέμισε τα παιδικά όνειρα και έκανε στάχτη γλυκές αναμνήσεις? Μήπως όμως δεν ήταν άμοιρη ευθυνών και αυτή? «Μήπως και εγώ συνέβαλα στη φυλακή που τόσο ασφυκτικά με πνίγει», σκέφτηκε, με το βλέμμα να μένει ακόμα κολλημένο στο πάτωμα, σαν σκονισμένο γλυπτό σε κάποιο ξεχασμένο μουσείο.

Ξάφνου, ακούει ένα δυνατό, σχεδόν εκκωφαντικό χτύπημα στην πόρτα. Την ίδια στιγμή ένα ορμητικό αγεράκι έσπρωξε το παράθυρο και το άνοιξε. Οι κουρτίνες έμοιαζαν να χορεύουν, στο ρυθμό του ανέμου. Ένας χορός με απόλυτα ρυθμικές κινήσεις, τόσο αρμονικές που χάιδευαν τους ξεφτισμένους τοίχους , δημιουργώντας λογής-λογής εικόνες, η καθεμία με τη δική της ιστορία. Το δεύτερο κτύπημα στην πόρτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πλησίασε την πόρτα με βήμα αργό και σταθερό. Προσπάθησε να αφουγκραστεί την παρουσία του ατόμου που στεκόταν έξω από την πόρτα! Αυτός συνέχισε να κτυπά ακόμα πιο επίμονα. «Ποιος είναι?», ρώτησε με ψύχραιμη φωνή.

Unknown είπε...

Αυτός συνέχισε να κτυπά ακόμα πιο επίμονα. «Ποιος είναι?», ρώτησε με ψύχραιμη φωνή.
"Εγώ".
"Εσύ;Ποιός εσύ;"
"Ο Νέιθαν".
Αυτόν πραγματικά τον είχε ξεχάσει. Ο Νέιθαν ήταν ο έρωτα της ζωής της. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Στέλεχος σε επιχείρηση. Εργασιομανής μέχρι αηδίας. Του είχε υποσχεθεί ότι θα έβγαιναν απόψε. Είχαν 1 εβδομάδα να ειδωθούν. Εκείνος είχε πάει για ταξίδι στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στη Νέα Υόρκη. Εκείνη έμεινε στο παγωμένο Λονδίνο.Μόνη προβληματισμένη με τις σκέψεις της. Εγκλωβισμένη στον μικρόκοσμο της. Του άνοιξε.
"Δεν ετοιμάστηκες;" Την ρώτησε κάπως ξαφνιασμένος.
"Όχι. Αλλά μην ανησυχείς σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη."
Πήγε πάνω. Σκεφτόταν τι να βάλει. Πήρε ένα απλό μαύρο φόρεμα. Το έβαλε. Έβαλε ψηλά τακούνια και τα αγαπημένα της σκουλαρίκια. Έβαλε άρωμα. Βάφτηκε. Ξαφνικά ένιωσε άλλος άνθρωπος.Ένιωσε να ζει. Κατέβηκε σιγά σιγά την σκάλα. Ο Νέιθαν μιλούσε στο τηλέφωνο για δουλειά. Κάπου ξενέρωσε. Μόλις την είδε έκλεισε το τηλέφωνο.
"Πού θα πάμε";
"Όπου θες εσύ."
Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και μπήκαν στο αυτοκίνητο του Νέιθαν. Μια μαύρη porsche carrera.